- σατουρέια
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες ή χειλανθή τής τάξης λαμιώδη και περιλαμβάνει 30 περίπου είδη, από τα οποία 7 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, με γνωστότερο και σημαντικότερο από οικονομκή άποψη το Sarureia hortensis, κν. θρούμπι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. satureja «είδος βοτάνου»].
Dictionary of Greek. 2013.